- ὤνιοι
- ὤνιοςto be boughtmasc nom/voc plὤνιοςto be boughtmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὠνίοι — ἀνίοῑ , ἄνειμι go up pres opt act 3rd sg ἀ̱νίοῑ , ἀνέω pres opt act 3rd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ώνιο — το / ὤνιος, ία, ον, ΝΜΑ, και τ. ουδ. πληθ. τὰ ὤνεια Μ, θηλ. και ος Α [ὠνή] (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ώνια τα εμπορεύματα, κυρίως τρόφιμα, που πωλούνται στην αγορά, ψώνια αρχ. 1. αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να αγοράσει, αγοραστός 2. (για… … Dictionary of Greek